- μαμμωνυμικῶς
- μαμμωνῠμικῶς, Adv.A after a grandmother's name, EM796.57 (but [suff] μαμμο-κόν, τό, in Sch.B Il.1.43).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαμμωνυμικῶς — after a grandmother s name indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμωνυμικός — μαμμωνυμικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει το όνομα τής μάμμης, τής γιαγιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαμμωνυμικόν (ενν. όνομα) το όνομα που λαμβάνεται από τη γιαγιά. Επιρρ. μαμμωνυμικῶς (Α) κατά το όνομα τής γιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + ωνυμικός… … Dictionary of Greek